-
1 μαχαίρι
το нож; кинжал;τραβώ ( — или βγάζω) το μαχαίρι — выхватывать нож;
§ είμαι στα μαχαίρια — быть на ножах (с кем-л.);
τοδβαλε το μαχαίρι στο λαιμό — он пристал к нему с ножом к горлу;
όσοι φορούν μαχαίρι δεν είν' όλοι μαγέροι — посл, ≈ — внешний вид обманчив; — не всякий, кто на коне, князь;
εφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο — дальше ехать некуда
-
2 μαχαίρι
[махери] ουσ. о. нож, кинжал.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαχαίρι
-
3 μαχαίρι
[махери] ουσ ο нож, кинжал. -
4 μαχαίρι
couteau -
5 μαχαίρι
daggerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαχαίρι
-
6 Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο
• Нашла коса на камень• Дальше ехать некудаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο
-
7 Σε πεθαμένο βγάζει μαχαίρι
– Σε πεθαμένο βγάζει μαχαίρι– Τη βαλανιδιά που έπεσε μπορεί να την κόψει όποιος θέλει• Мертвого льва и осел пинает• Молодец против овец, а на молодца – сам овцаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σε πεθαμένο βγάζει μαχαίρι
-
8 Η γλώσσα είναι δίκοπο και τρομερό μαχαίρι, και αν δεν την προσέχουμε, πολλές πληγές μας φέρει
Η γλώσσα είναι δίκοπο και τρομερό μαχαίρι, και αν δεν την προσέχουμε, πολλές πληγές μας φέρει– Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει– Η πληγή της μαχαιριάς βρίσκει γιατρειά, της γλώσσας ούτε παρηγοριά– Τα πικρά λογάκια βγάζουν τα ματάκια• Язык мягок, а кости ломает• Рана от ножа заживет, от языка – нет• Слово – не стрела, да пуще стрелы• Язык – опасное оружиеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η γλώσσα είναι δίκοπο και τρομερό μαχαίρι, και αν δεν την προσέχουμε, πολλές πληγές μας φέρει
-
9 Όσοι φορούν μαχαίρι, δεν είν' όλοι μαγέροι
• Не всяк, кто на коне, князьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όσοι φορούν μαχαίρι, δεν είν' όλοι μαγέροι
-
10 Βαρεί γροθιά στο μαχαίρι
• Плетью обуха не перешибешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βαρεί γροθιά στο μαχαίρι
-
11 Το μαχαίρι και τη φωτιά μην τα πολυσκαλίζεις
• Тем не играют, от чего умираютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μαχαίρι και τη φωτιά μην τα πολυσκαλίζεις
-
12 δίκοπο μαχαίρι
нож cо две оcтрициГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δίκοπο μαχαίρι
-
13 couteau
μαχαίρι -
14 dagger
μαχαίρι -
15 нож
-а α.μαχαίρι, μάχαιρα•нож для хлеба ψωμομάχαιρο•
нож для бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης•
мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής•
перочинный нож γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο•
столовый επιτραπέζιο μαχαίρι•
нож для мяса κρεοκόπτης, σατίρι•
удар -ом μαχαιριά•
плужный нож μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου•
сапожный нож φαλτσέτα•
кухонный нож μαχαίρι μάγειριού.
εκφρ.нож острый – μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)•быть на -ах – είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατερά)•лечь под нож – ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)•как -ом по сердцу – σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)•под -ом умереть – πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. -
16 нож
ножм τό μαχαίρι, ἡ μάχαιρα:перочинный \нож ὁ σουγιάς, τό κονδυλομάχαι-ρο· разрезальный \нож (для бумаги) τό χαρτομάχαιρο, ὁ φυλλοκόπος, ὁ χαρτο-κοπτήρ[ας]· кухонный \нож τό σατίρι, ὁ κρεοκόπτης, τό μαχαίρι τῆς κουζίνας· садовый (кривой) \нож τό κλαδευτήρι· сапожный \нож ἡ φαλτσέτα· удар \ножом ἡ μαχαιριά· ◊ приставать с \ножом к горлу разг ἐκβιάζω κάποιον, βάζω κάποιου τό μαχαίρι στό λαιμό· быть на \ножах с кем-л. разг εἶμαι στά μαχαίρια· \ножв спи́ну ἡ μαχαιριά πισώπλατα. -
17 резак
-а α.1. μάχαιρα, μεγάλο μαχαίρι.2. γλύφανο, γλυφίδα, σμίλη.3. κοπτήρας, μαχαίρι, (το κοφτερό μέρος εργαλείου)•резак плуга η σπάθη ή το μαχαίρι υνίου.
4. χασάπης, σφάχτης.5. καυστήρας, μπεκ. -
18 нож
-
19 острый
острый 1) μυτερός· κοφτερός· \острый нож το κοφτερό μαχαίρι 2) (о пище) οξύς· καυτερός· πιπεράτος (тж. перен.)' \острый сыр το πιπεράτο τυρί ◇ \острыйая боль о δυνατός (или οξύς) πόνος* * *1) μυτερός; κοφτερόςо́стрый нож — το κοφτερό μαχαίρι
2) ( о пище) οξύς; καυτερός; πιπεράτος (тж. перен.)о́стрый сыр — το πιπεράτο τυρί
••о́страя боль — ο δυνατός ( или οξύς) πόνος
-
20 навырез
навырезнареч μέ δοκιμή, μέ τό μαχαίρι:купить арбу́з (дыню) \навырез ἀγοράζω καρπούζι (πεπόνι) μέ τό μαχαίρι.
См. также в других словарях:
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαχαιρώνω — [μαχαίρι] 1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι 2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος τού αγώνα») … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιριά — Οικισμός (40 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νοτίας Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η [μαχαίρι] 1. χτύπημα με μαχαίρι 2. πληγή από μαχαίρι 3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της») … Dictionary of Greek
Makhaira — Antique swords, fig. 1 3: Xiphos, fig. 4: Makhaira. Makhaira sword Makhaira (from Greek μάχαιρα (mákhaira), also transliterated machaira or machaera; an Ancient Greek word, related to μάχη (mákhē) a battle , μάχεσθαι… … Wikipedia
αμάχαιρος — ή, ο (Α ἀμάχαιρος, ον) αυτός που δεν έχει μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχαιρα βλ. μαχαίρι] … Dictionary of Greek
γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι … Dictionary of Greek
δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… … Dictionary of Greek
κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… … Dictionary of Greek
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek